Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σημαντικός σπουδαίος (

  • 1 значительный

    значительный σημαντικός σπουδαίος (важный)
    * * *
    σημαντικός; σπουδαίος ( важный)

    Русско-греческий словарь > значительный

  • 2 зиачительный

    зиачи́тельн||ый
    прил
    1. (большой) σημαντικός / ἀρκετός, πολύς (о мере, степени, количестве и т. п.):
    \зиачительныйая су́мма τό σημαντικό ποσό·
    2. (важный) σημαντικός, σπουδαίος, σοβαρός:
    играть \зиачительныйую роль παίζω σπουδαίο ρόλο· \зиачительныйые события σημαντικά γεγονότα·
    3. (выразительный) ἐκφραστικός, ἐμφαντικός, μέ σημασία:
    \зиачительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > зиачительный

  • 3 важный

    важный σπουδαίος, σοβα ρός σημαντικός (значитель ный)' \важныйое дело η σοβαρή υπόθεση
    * * *
    σπουδαίος, σοβαρός; σημαντικός ( значительный)

    ва́жное де́ло — η σοβαρή υπόθεση

    Русско-греческий словарь > важный

  • 4 важный

    важный
    прил
    1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:
    \важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;
    2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:
    \важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;
    3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:
    ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > важный

  • 5 многозначительностьый

    многозначительность||ый
    прил
    1. (важный) πολυσήμαντος, σημαντικός, βαρυσήμαντος·
    2. (выразительный) σπουδαίος, ἀξιόλογος, σημαντικός:
    \многозначительностьыйый взгляд τό πολυσήμαντο βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > многозначительностьый

  • 6 невесть

    επίρ. (απλ.)
    1. άγνωστο• ακατανόητο•

    невесть кто άγνωστο ποιος.

    2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.
    3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•

    невесть кто πολύ σημαντικός•

    невесть что πολύ σημαντικό•

    невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•

    невесть сколько πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > невесть

  • 7 серьёзный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно..
    1. σοβαρός•

    серьёзный человек σοβαρός άνθρωπος•

    с -ым видом με σοβαρό ύφος.

    2. αξιόλογος, σπουδαίος•

    серьёзный учный σπουδαίος επιστήμονας.

    || σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης•

    -ая болезнь σοβαρή ασθένεια•

    -ая ошибка σοβαρό λάθος•

    -противник σοβαρός αντίπαλος•

    -ое дело σοβαρή υπόθεση•

    -ые улики σοβαρές μαρτυρίες.

    || μεγάλος•

    -ые трудности σοβαρές δυσκολίες•

    -ая поддержка σοβαρή υποστήριξη.

    3. βαρύς, σκυθρωπός.

    Большой русско-греческий словарь > серьёзный

  • 8 солидный

    επ.
    -ден, -дна, -дно.
    1. στέρεος, γερός, ακλόνητος• πάγιος• σταθερός.
    2. σοβαρός, σπουδαίος• εμβριθής. || σημαντικός, σημαίνων.
    3. εύρωστος, ρωμαλέος• στιβαρός.
    4. μεσήλικος, μεσόκοπος•

    человек -ого возраста μεσόκοπος άντρας•

    солидный возраст η μέση ηλικία.

    5. σημαντικός, υπολογίσιμος• σεβαστός•

    -ая сумма денег σεβαστό ποσό χρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > солидный

  • 9 большой

    больш||ой
    прил
    1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):
    \большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);
    2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):
    \большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;
    3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:
    \большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων
    4. (взрослый) μεγάλος:
    он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > большой

  • 10 немаловажный

    немаловажный
    прил σπουδαίος, σημαντικός:
    \немаловажный довод σημαντικό ἐπιχείρημα

    Русско-новогреческий словарь > немаловажный

  • 11 солидный

    соли́дн||ый
    прил
    1. (прочный) στερεός, γερός, πάγιος·
    2. (о человеке) σπουδαίος, σοβαρός (положительный, авторитетный)! σωματώδης (крупный):
    человек \солидныйого возраста ἀνθρωπος ἡλικιωμένος·
    3. (большой) разг σημαντικός:
    \солидныйая сумма τό σημαντικό ποσό.

    Русско-новогреческий словарь > солидный

  • 12 существенный

    существенн||ый
    прил
    1. οὐσιώδης, οὐσιαστικός/ σπουδαίος (важный)/ σημαντικός (значительный):
    \существенныйая поправка ἡ οὐσιώδης διόρθωση· \существенныйое значение ἡ οὐσιώδης σημασία· \существенныйых изменений не произошло δέν Εγιναν σημαντικές ἀλλαγές.

    Русско-новогреческий словарь > существенный

  • 13 немаловажный

    [νιμαλαβάζνυϊ] εκ. σπουδαίος, σημαντικός

    Русско-греческий новый словарь > немаловажный

  • 14 немаловажный

    [νιμαλαβάζνυϊ] επ σπουδαίος, σημαντικός

    Русско-эллинский словарь > немаловажный

  • 15 знаменательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    1. σημαντικός, μεγάλης σημασίας, σπουδαίος, εξαιρετικός μεγάλος, τρανός•

    -ая дата χρονολογία μεγάλης σημασίας•

    знаменательный день τρανή (ιστορική) μέρα.

    2. (γλωσ.) σημασιολογικός, που ενέχει σημασία.

    Большой русско-греческий словарь > знаменательный

  • 16 значительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. σημαντικός• μεγάλος•

    -ая часть σημαντικό μέρος•

    в -ой степени σε μεγάλο βαθμό•

    -ая сумма σημαντικό ποσό.

    2. σπουδαίος, σοβαρός•

    играть -ую роль παίζω σοβαρό ρόλο•

    -ое место σπουδαία θέση.

    3. εκφραστικός, εμφαντικός• πολυσήμαντος.

    Большой русско-греческий словарь > значительный

  • 17 немаловажный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно
    όχι μικρής σημασίας• σπουδαίος, σοβαρός, σημαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > немаловажный

  • 18 первенствующий

    επ. από μτχ.
    σπουδαίος, σημαντικός, πρωτεύων; πρωταρχικός, κεφαλαιώδης•

    первенствующий элемент πρωτεύον στοιχείο.

    Большой русско-греческий словарь > первенствующий

См. также в других словарях:

  • σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς …   Dictionary of Greek

  • σπουδαίος — α, ο επίρρ. α 1. σημαντικός: Υπήρξε σπουδαίος ρήτορας. – Έχω σπουδαία νέα να σου πω. – Δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία αποκάλυψη. 2. (ειρων.), αστείος, ευκαταφρόνητος: Σπουδαίο άνθρωπο βρήκες να τον κάνεις συνέταιρό σου. 3. «σπουδαίο υποκείμενο» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημαντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που σημαίνει κάτι, που δηλώνει κάτι: Ρήματα κινήσεως σημαντικά. 2. σπουδαίος, αξιόλογος: Πέτυχε σημαντική νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • αξιόλογος — η, ο επίρρ. α σημαντικός, σπουδαίος: Τον ξέρω, είναι άνθρωπος αξιόλογος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»